Όταν αποκοιμηθείς, Καπετάνιε...
Πλησιάζει το πλοίο του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Να, ο καπνός της εστίας του φαίνεται πια από μακριά... Πουλιά της πατρίδας τον καλωσορίζουν πετώντας πάνω απ' το κεφάλι του. Τον φτάνουν ήχοι της δουλειάς, τραγούδια, λόγια φτερωτά πάνω στην πνοή του ανέμου. Τι χαρά! Η κούραση τον πλησιάζει ύπουλα, τον ναρκώνει γλυκά. Αποκοιμιέται. Ήρεμος, χαλαρός. Με απόλυτη εμπιστοσύνη στους συντρόφους. Τους αγαπάει τόσο πολύ! Ίσα που πρόλαβε να γλυτώσει - κάποιους, αλίμονο όχι όλους - από τα δόντια του Κύκλωπα. Τι καλά όμως που τους φιλοξένησε ο Αίολος! Ένα μήνα ξεκουράστηκαν κοντά του. Και φεύγοντας, τι δώρο ήταν αυτό που τους ετοίμασε! Το κρατά στην αγκαλιά του ο Οδυσσέας το πολύτιμο ασκί. Γέρνει πάνω του το κεφάλι νανουρισμένος από το κύμα και την ανάσα της Ιθάκης του... Τι κάνουν τότε οι σύντροφοι; Η ηρεμία δε θα κρατήσει πολύ...
Πορεύεται και το άλλο πλοίο. Σε μιαν άλλη θάλασσα, γνωστή για το ευμετάβλητο του καιρού και των ρευμάτων της. Κι εδώ οι σύντροφοι παρατηρούν ότι Εκείνος, ο Αρχηγός τους κοιμάται. Σαν μικρό παιδί, ή "αναπεσών" σαν λέοντας; Δεν ξέρουν. Αυτό που ξέρουν είναι ότι η τρικυμία είναι άγρια. Τα κύματα μαστιγώνουν το πλοίο, πάνε να το καταπιούν, Ο ουρανός είναι κατασκότεινος, ο άνεμος ουρλιάζει - σαν να ξεμπούκαρε από ένα ασκί και εκδικείται για την προσωρινή του φυλάκιση - όλα τα στοιχεία της φύσης τους απειλούν από παντού. Τι κάνουν οι δύστυχοι σύντροφοι; Η καταιγίδα δε θα κρατήσει για πολύ...
Όλα τελικά παίζονται εκεί. Στην εμπιστοσύνη. Του Οδυσσέα οι σύντροφοι, που είχαν μοιραστεί τόσους κινδύνους, που τον ήξεραν καλύτερα κι από Πατέρα τους, τον υποπτεύονται. Τον προδίδουν. Τα καταστρέφουν όλα. Του Ιησού οι σύντροφοι απορούν με την αταραξία Του. Προτρέχουν όμως σ' Αυτόν. Τι κι αν κοιμάται; Ποιος μπορεί να τους σώσει, αν όχι Εκείνος; Και πράγματι, αυτό ακριβώς κάνει. "Σώπα!" διατάζει και στην προσταγή Του υπακούνε κύματα και άνεμος. Τι καλά να επέβαινε και στου Οδυσσέα το καράβι! Να τον γλυτώσει από τη συμφορά έτσι, με μια του λέξη!. Κι ίσως ο Ιθακήσιος βασιλιάς να Τον ρωτούσε πώς τα κατάφερε... "Πώς σώζεις το καράβι, Καπετάνιε, όταν αποκοιμηθείς;" Τι θα του απαντούσε; Ίσως και τίποτα. Ίσως ο Οδυσσέας να το κατάλαβε και μόνος του ότι τελικά οι σύντροφοι δε φταίνε. Τόσο ξέρουν, τόσο κάνουν...
Πλησιάζει το πλοίο του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Να, ο καπνός της εστίας του φαίνεται πια από μακριά... Πουλιά της πατρίδας τον καλωσορίζουν πετώντας πάνω απ' το κεφάλι του. Τον φτάνουν ήχοι της δουλειάς, τραγούδια, λόγια φτερωτά πάνω στην πνοή του ανέμου. Τι χαρά! Η κούραση τον πλησιάζει ύπουλα, τον ναρκώνει γλυκά. Αποκοιμιέται. Ήρεμος, χαλαρός. Με απόλυτη εμπιστοσύνη στους συντρόφους. Τους αγαπάει τόσο πολύ! Ίσα που πρόλαβε να γλυτώσει - κάποιους, αλίμονο όχι όλους - από τα δόντια του Κύκλωπα. Τι καλά όμως που τους φιλοξένησε ο Αίολος! Ένα μήνα ξεκουράστηκαν κοντά του. Και φεύγοντας, τι δώρο ήταν αυτό που τους ετοίμασε! Το κρατά στην αγκαλιά του ο Οδυσσέας το πολύτιμο ασκί. Γέρνει πάνω του το κεφάλι νανουρισμένος από το κύμα και την ανάσα της Ιθάκης του... Τι κάνουν τότε οι σύντροφοι; Η ηρεμία δε θα κρατήσει πολύ...
Πορεύεται και το άλλο πλοίο. Σε μιαν άλλη θάλασσα, γνωστή για το ευμετάβλητο του καιρού και των ρευμάτων της. Κι εδώ οι σύντροφοι παρατηρούν ότι Εκείνος, ο Αρχηγός τους κοιμάται. Σαν μικρό παιδί, ή "αναπεσών" σαν λέοντας; Δεν ξέρουν. Αυτό που ξέρουν είναι ότι η τρικυμία είναι άγρια. Τα κύματα μαστιγώνουν το πλοίο, πάνε να το καταπιούν, Ο ουρανός είναι κατασκότεινος, ο άνεμος ουρλιάζει - σαν να ξεμπούκαρε από ένα ασκί και εκδικείται για την προσωρινή του φυλάκιση - όλα τα στοιχεία της φύσης τους απειλούν από παντού. Τι κάνουν οι δύστυχοι σύντροφοι; Η καταιγίδα δε θα κρατήσει για πολύ...
Όλα τελικά παίζονται εκεί. Στην εμπιστοσύνη. Του Οδυσσέα οι σύντροφοι, που είχαν μοιραστεί τόσους κινδύνους, που τον ήξεραν καλύτερα κι από Πατέρα τους, τον υποπτεύονται. Τον προδίδουν. Τα καταστρέφουν όλα. Του Ιησού οι σύντροφοι απορούν με την αταραξία Του. Προτρέχουν όμως σ' Αυτόν. Τι κι αν κοιμάται; Ποιος μπορεί να τους σώσει, αν όχι Εκείνος; Και πράγματι, αυτό ακριβώς κάνει. "Σώπα!" διατάζει και στην προσταγή Του υπακούνε κύματα και άνεμος. Τι καλά να επέβαινε και στου Οδυσσέα το καράβι! Να τον γλυτώσει από τη συμφορά έτσι, με μια του λέξη!. Κι ίσως ο Ιθακήσιος βασιλιάς να Τον ρωτούσε πώς τα κατάφερε... "Πώς σώζεις το καράβι, Καπετάνιε, όταν αποκοιμηθείς;" Τι θα του απαντούσε; Ίσως και τίποτα. Ίσως ο Οδυσσέας να το κατάλαβε και μόνος του ότι τελικά οι σύντροφοι δε φταίνε. Τόσο ξέρουν, τόσο κάνουν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου